- παις
- ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς)1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.)αρχ.1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.)2. δούλος ή δούλη νεαρής ηλικίας («τίς ἔνδον, ὦ παῑ, παῑ μάλ' αὖθις ἐν δόμοις;», Αισχύλ.)3. στον πληθ. oἱ παῑδες(με περιλπτ. σημ.) πλήρωμα πλοίου4. το αρσ. ως ουσ. ὁ παῑςθετός γιος5. φρ. α) «οἱ Λυδών παῑδες» — τα παιδιά τών Λυδών, δηλ. οι Λυδοίβ) «παῑδες Ἑλλήνων» — οι Έλληνεςγ) «οἱ παῑδες τοῡ Ἀσκληπιοῡ» — οι γιατροίδ) «οἱ ζωγράφων παῑδες» — οι ζωγράφοιε) «ῥητόρων παῑδες» — οι ρήτορεςστ) «ἀμπέλου παῑς»μτφ. ο οίνος, το κρασίζ) «ἐκ παιδὸς» ή «ἐκ παίδων» — από την παιδική ηλικίαη) «ἐν παισὶ» — στην παιδική ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παῖς εντάσσεται σε μια οικογένεια τύπων που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *pew- / *pow- με σημ. «λίγος, μικρός». Τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας *pu- με επίθημα *-tlo- εμφανίζουν τα: αρχ. ινδ. putra- «υιός, αγόρι», αβεστ. puθra και οσκ. puklum. Στη μηδενισμένη επίσης βαθμίδα της ρίζας ανάγεται και το λατ. pu-er «παιδί» (σχηματισμένο κατά τα gener, socer). Οι υπόλοιποι τ. εμφανίζουν ωστόσο δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -α- (πρβλ. λατ. pau-per «φτωχός» και paucus «λίγος», γοτθ. faw-ai «λίγα», αρχ. άνω γερμ. fao, fō). Στην κατηγορία αυτή τών τ. με φωνηεντισμό -α- εντάσσονται και οι ελλ. κυπρ. τ. παῖς (πρβλ. ΦιλοπαFος) και πᾶς (πρβλ. δίπας). Οι τ. παῖς / πάϊς, παιδός έχουν σχηματιστεί από θ. παυ- / παF- με επίθημα -ιδ-ς. Σε θ. παυ- επίσης ανάγεται και το επίθ. παῦρος* «μικρός» (πρβλ. λατ. parvus). Η λ. παῖς ενώ αρχικά αναφερόταν και στο αγόρι και στο κορίτσι διαλεκτικά ήδη από τους αρχαίους χρόνους περιορίστηκε στη δήλωση αποκλειστικά τού αγοριού.ΠΑΡ. παιδάκι(ον), παιδάριο(ν), παιδεύω, παιδί(ον), παιδιά, παιδιακός, παιδικός, παιδίσκη, παίζωαρχ.παίδειος, παιδία, παδιστί, παιδόθεν, παιδοσύνη, παίδωσις, πάϊλλοςαρχ.-μσν.παιδνός, παιδούςμσν.παιδοπούλα, παιδύλλιονμσν.- νεοελλ.παιδόπουλο(ν)νεοελλ.παιδισμός, παιδούλα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) παιδαγωγός, παιδεραστής, παιδοκόμος, παιδοκτόνος, παιδολογία, παιδονόμος, παιδοτρόφος, παιδοφόνος, παιδοφύλαξαρχ.παιδάδελφος, παιδέρως, παιδοβόρος, παιδοβοσκός, παιδόβρωτος, παιδογόνος, παιδοκόραξ, παιδοκράτωρ, παιδολετήρ, παιδολέτωρ, παιδολυμάς, παιδομαθής, παιδομανής, παιδόπαις, παιδοπίπης, παιδοποιός, παιδοπόρος, παιδοτέκνωσις, παιδοτρίβης, παιδότριψ, παιδότρωτος, παιδοφάγος, παιδοφθόρος, παιδοφίλης, παιδόφιλος, παιδοφονεύς, παιδοφορώαρχ.-μσν.παιδοσπόρος, παιδοσφαγία, παιδοτόκοςμσν.παιδοβρώς, παιδογραφία, παιδοδιδάσκαλος, παιδοθετώ, παιδοκλέπτης, παιδομήτωρ, παιδομιξία, παιδοπνίκτρια, παιδοτριβή, παιδουργόςνεοελλ.παιδίατρος, παιδογαμία, παιδόγγονα, παιδογένεση, παιδογεννώ, παιδοδοντική, παιδόλογο, παιδομάζωμα, παιδομετρία, παιδομορφισμός, παιδόπολη, παιδότοπος, παιδοχειρουργός, παιδοψυχίατρος, παιδοψυχολόγος. (Β' συνθετικό) άπαις, παλίμπαιςαρχ.αγλαόπαις, αδελφόπαις, αείπαις, ανδρόπαις, αντίπαις, απαλόπαις, αρρενόπαις, αρτίπαις, αυτόπαις, βοτρυόπαις, βούπαις, γλυκύπαις, δειρόπαις, δίπαις, δρυψόπαις, δύσπαις, δωδεκάπαις, ελευθερόπαις, έμπαις, εύπαις, ευφιλόπαις, θαλασσόπαις, θεόπαις, θηλύπαις, ισόπαις, καλλίπαις, κατάπαις, κλυτόπαις, λαόπαις, λιπόπαις, μελλόπαις, μισόπαις, μονόπαις, οβριμόπαις, ολιγόπαις, ομόπαις, ορνιθόπαις, ουρανόπαις, παιδόπαις, πάμπαις, πάνπαις, πεντηκοντάπαις, πολύπαις, πρατόπαις, πρόπαις, πυρίπαις, τρίπαις, φιλοβούπαις, φιλόπαις, χθονόπαιςνεοελλ.αγροτόπαις, αλητόπαις, βασιλόπαις, γυμνασιόπαις, ναυτόπαις].
Dictionary of Greek. 2013.